καλιός

καλιός
καλιός, ὁ (Α)
1. καλύβα, σπιτάκι
2. (για κότες) κλουβί
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλιά*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλιός — cabin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιοί — καλιός cabin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιόν — καλιός cabin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] …   Dictionary of Greek

  • καλιῶν — καλιά wooden dwelling fem gen pl (ionic) καλιός cabin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”